- επιχωρώ
- ἐπιχωρῶ, -έω (Α)1. υποχωρώ, ενδίδω (τὸ μὴ ἐπιχωρεῑν τοῑς ἀπιστοῡσιν τάδε», Σοφ.)2. παραχωρὼ σε κάποιον («ὡς δὲ πάντα οἱ ἐπεχώρησαν, ἀνέζευξεν ἐς Πέργην», Αρρ.)3. δίνω την άδεια4. συγχωρώ («ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῑν», Πλούτ.)5. γίνομαι σύμμαχος, προσχωρώ σε κάποιον («δεξάμενος τοὺς έθελήσαντας ἐπιχωρῆσαι κατά τάς σπονδάς», Θουκ.)6. προχωρώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι(«ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι ὅλην τὴν φάλαγγα», Ξεν.)7. ακολουθώ («παρεμβάλλει τοὺς πόδας καὶ αὐτὸς ἐπιχωρεῑ», Παυσ.)8. αποκτώ κατοχή κληρονομιάς9. φρ. «ἐπιχωρῶ τινι πρός τι» — επιτρέπω σε κάποιον να πράξει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χωρώ (< χώρα)].
Dictionary of Greek. 2013.